abiding$115$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

abiding$115$ - translation to ελληνικό

Non-abiding

abiding      
adj. αμετάβλητος, μένων, τηρών, μόνιμος, διαρκής, σταθερός

Ορισμός

S
S1
(also s)
¦ noun (plural Ss or S's)
1. the nineteenth letter of the alphabet.
2. denoting the next after R in a set of items, categories, etc.
--------
S2
¦ abbreviation
1. (chiefly in Catholic use) Saint.
2. siemens.
3. small (as a clothes size).
4. South or Southern.
5. Sweden (international vehicle registration).
¦ symbol
1. the chemical element sulphur.
2. Chemistry entropy.

Βικιπαίδεια

Non-abidance

In Buddhism, especially the Chan (Zen) traditions, non-abidance (in Sanskrit: apratiṣṭhita, with the a- prefix, lit. ‘unlimited’, ‘unlocalized’) is the practice of avoiding mental constructs during daily life. That is, other than while engaged in meditation (Zazen).

Some schools of Buddhism, especially the Mahāyāna, consider apratiṣṭhita-nirvāṇa ("non-abiding cessation") to be the highest form of Buddhahood, more profound than pratiṣṭhita-nirvāṇa, the ‘localized’, lesser form. According to Robert Buswell and Donald Lopez, apratiṣṭhita-nirvāṇa is the standard Mahayana view of Buddhahood, which enables them to freely return to samsara in order to help sentient beings, while still remaining in nirvāṇa and being a buddha via the usage of the nirmanakaya and sambhogakaya.